πελαγοδρομία

πελαγοδρομία
η [πελαγοδρόμος]
1. η ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα
2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, απεραντολογία, σύγχυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελαγοδρόμημα — το [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, να απεραντολογεί, να βρίσκεται σε σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρόμηση — η [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. απεραντολογία, σύγχυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”